- πυγηδόν
- Α επίρρ.προς τα πίσω, με κίνηση προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. μολπη-δόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυγηδόν — tail foremost indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пятигуз — род. п. а ненадежный, непостоянный человек . Сложение из формы повел. накл. от пятить (см. пята) и гуз, т. е. пятящийся задом . Ср. греч. παλίνορσος пятящийся , (πάλιμ)πυγηδόν задом , франц. rесulеr отступать, пятиться : сul зад ; см. Френкель,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
παλιμπυγηδόν — (Α) επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)] … Dictionary of Greek